- μαντατεύω
- και μαντατεύγω (Μ μαντατεύ[γ]ω) [μαντάτο]1. καταγγέλλω, προδίδω, μαρτυρώ2. γνωστοποιώ, αποκαλύπτω, φανερώνω3. μεταφέρω μήνυμα, ανακοινώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντατεύω — μαντάτεψα, καταγγέλνω, προδίνω: Τον μαντάτεψαν οι ίδιοι οι σύντροφοί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαντάτευμα — και μαντάτεμα, το [μαντατεύω] 1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση 2. καταγγελία, κατηγορία, κατάδοση … Dictionary of Greek
μαντατευτής — ο, θηλ. μαντατεύτρια (Μ μαντατευτής) [μαντατεύω] νεοελλ. αυτός που καταγγέλλει κάποιον σε προϊστάμενο του, καταδότης, μαρτυριάρης μσν. αυτός που μεταφέρει μήνυμα, αγγελιαφόρος … Dictionary of Greek
μαντατουρεύω — [μαντατούρης] έχω το ελάττωμα να μαντατεύω, να κατηγορώ, να συκοφαντώ, να καταδίδω … Dictionary of Greek